Οδοί Ονείρων
By
Πολύ μου άρεσε το παλιό μας αυτοκίνητο, το “σαραβαλάκι” μας, όπως συνηθίζαμε να το λέμε. Μπορεί να μην είχε τις ανέσεις που διαθέτουν όλα τα σύγχρονα οχήματα, να μην είχε αυτόματο air condition που ενεργοποιείται μόνο από το πόσο καυτή ή ψυχρή είναι η ανάσα σου, να μην είχε αισθητήρα στάθμευσης που σε ειδοποιεί αν πίσω σου βρίσκονται κάγκελα, γλάστρες ή άνθρωποι την ώρα που παρκάρεις, να μην είχε αερόσακους που πετάγονται μπροστά σου και γίνονται τα πιο απαλά μαξιλάρια σε περίπτωση που συγκρουστείς και κοιμηθείς αιώνια, μπορεί να μην είχε τηλεχειριστήρια στο τιμόνι για να διαλέγεις ανάμεσα σε άπειρους ραδιοφωνικούς σταθμούς την ώρα που στρίβεις στις πιο δύσκολες μανούβρες, μπορεί να μην είχε τίποτα από όλα αυτά, είχε όμως μέσα του πολλά σημαντικότερα. Είχε στιγμές. Στιγμές από εκδρομές οικογενειακές, μέσα στο κατακαλόκαιρο, με τα παράθυρα ανοιχτά, κατεβασμένα, για να μπαίνει εντός μας ο αέρας και να μας δροσίζει τα μάγουλα και μαζί τα φευγαλέα όνειρα που κάναμε παράλληλα με τα εναλλασσόμενα χιλιόμετρα, καθώς δακρύζαμε όχι από στενοχώρια αλλά από μικρά-μικρά, τόσο δα, σκουπιδάκια που ερχόντουσαν και καθόντουσαν και ξεκολλούσαν διαρκώς από τα μάτια μας μέσα. Στιγμές από τραγούδια φωναχτά που λέγαμε όλοι δυνατά αγκαλιασμένοι, την ώρα που οι φωνές μας ακουγόντουσαν μέχρι τους κάμπους πέρα, τότε που, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, τα ρεφρέν αυτά ήταν γραφτό να γίνουν οι στίχοι που θα μας ακολουθούν για όλη την υπόλοιπη ζωή μας, τα λόγια που πάντοτε θα σιγοτραγουδάμε κάθε φορά που θα βρισκόμαστε με τους ίδιους ανθρώπους πίσω απ’ τα ίδια τιμόνια.
Όπως τα σπίτια μας γίνανε ψυχρά, έτσι και τα κινούμενά μας σπίτια, τα αυτοκίνητα, χάσανε με τον καιρό αυτή τους την οικογενειακή ατμόσφαιρα. Τι κι αν έχουν τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές, τα πιο εξελιγμένα συστήματα ασφαλείας, δεν πρόκειται ποτέ να σου προκαλέσουν εκείνη την πρώτη, αυθόρμητη συναισθηματική ασφάλεια. Σήμερα πια, το μόνο που φέρνεις στο νου σου, με το που βάζεις την πρώτη ταχύτητα, είναι πόσες δόσεις απομένουν για να ξεχρεώσεις ακόμα και αυτόν το λεβιέ που τώρα σφίγγεις, καθώς οι σκέψεις σε σφίγγουν σαν το λεβιέ, όπως υπολογίζεις πόσα λεπτά και πόσα δευτερόλεπτα έχεις να μετρήσεις πάλι αντίστροφα μέχρι να φτάσεις ακριβώς και παρά πέντε και παρά τέταρτο στην απαιτητική δουλειά σου, κι αν θα βρεις να παρκάρεις κάπου κοντά ή αν θα κάνεις γύρες στα γύρω τετράγωνα, μήπως και κάπου το στριμώξεις το γαμημένο, έτσι γαμημένα στριμωγμένος όπως είσαι. Κι ύστερα, όταν θα συμπληρώσεις το ψυχαναγκαστικό ωράριό σου, θα πατήσεις σχεδόν μηχανικά από πενήντα και βάλε μέτρα το κουμπάκι για το πολυπόθητο ξεκλείδωμα, αλλά, επειδή θα είσαι κουρασμένος, θα βαδίσεις λιγάκι πιο αργά και το σύστημα θα ξανακλειδώσει αυτόματα γιατί πέρασε ο διαθέσιμος χρόνος που σου δίνεται μέχρι να ανοίξεις την πόρτα τού οδηγού και τη στιγμή ακριβώς εκείνη που πας να την ανοίξεις, αυτή δεν ανοίγει αλλά το μόνο που ανοίγει είναι ο χαρτοφύλακάς σου και τώρα πέφτουνε όλα τα κωλόχαρτα κάτω, μέσα στα νερά, άι στο διάολο, την καθυστερημένη τεχνολογία μου μέσα. Και αφού τα καταφέρεις, μουσκεμένος από βροχή κι από ιδρώτα, σε πονάει το κεφάλι σου, αλλά αερόσακος για τους πονοκεφάλους δεν έχει ακόμα ανοίξει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου